σουγλιά

σουγλιά
η, Ν
βλ. σουβλιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σουγλιά — σουγλιά, η βλ. σουβλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουβλιά — η / σουβλέα, Ν Μ, και σουγλιά Ν [σούβλα / σούγλα] τρύπημα ή πλήγμα με σουβλί, καθώς και το τραύμα που προκαλείται από αυτό («καὶ κρούω σουβλέαν τὸ χέρι μου καὶ διέβην ἀπεκεῑθε», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. μτφ. οξύς και διαπεραστικός πόνος, σφάχτης 2. τα… …   Dictionary of Greek

  • σουβλιά — σουβλιά, η και σουγλιά, η 1. χτύπημα με σουβλερό αντικείμενο: Μου έδωσε μια σουβλιά με τον αγκώνα του, για να καταλάβω πως πρέπει να σταματήσω τη φλυαρία μου. 2. δυνατός πόνος: Ένιωθε σουβλιές σε όλο του το κορμί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”